- προκατήχησις
- προκατήχησιςfirst instructionfem nom sg
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
προκατήχηση — η / προκατήχησις, ήσεως, ΝΑ [προκατηχῶ] προκαταρκτική κατήχηση, προδιδασκαλία («προκατήχησις ἠθική», Σιμπλίκ.) … Dictionary of Greek
προκατηχήσεως — προκατηχήσεω̆ς , προκατήχησις first instruction fem gen sg (attic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
προκατήχησιν — προκατάγομαι get into harbour before perf subj act 3rd sg (epic) προκατήχησις first instruction fem acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)